νταβίδι

νταβίδι
το тех вайма

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "νταβίδι" в других словарях:

  • νταβίδι — το το ξυλουργικό εργαλείο δρύσχετρο …   Dictionary of Greek

  • αρμοσφιγκτήρ — ( ήρος) και σφίχτης, ο ξυλουργικό εργαλείο που χρησιμοποιείται για τη σύσφιγξη συγκολλημένων ξύλων, νταβίδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρμός + σφιγκτήρ (< σφίγγω)] …   Dictionary of Greek

  • δρύσχετο — το (ξύλουργ.) ξυλουργικό εργαλείο με το οποίο συγκολλούνται με σύσφιγξη ξύλα, το νταβίδι …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»